ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ - Η πρώτη σύμβαση που ορίζει το καθεστώς της Εκκλησίας της Κρήτης : Aρχείο

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2007

ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ - Η πρώτη σύμβαση που ορίζει το καθεστώς της Εκκλησίας της Κρήτης


Του Κώστα Μπογδανίδη


Ντοκουμέντο για την Εκκλησία της Κρήτης


H ΣΥΜΒΑΣΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ-ΕΥΜΕΝΙΟΥ


Λίγο περισσότερο από ένα αιώνα ήρεμου και ενωτικού βίου διάγει η Εκκλησία της Κρήτης, η κατάσταση της οποίας ρυθμίστηκε με τον καταστατικό Νόμο 276 / 1900 της Κρητικής Πολιτείας. Ήταν αποτέλεσμα της σύμβασης που υπέγραψε εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο μητροπολίτης τότε Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης και εκ μέρους της Κρητικής Πολιτείας και του πρίγκιπα Γεωργίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σύμβουλος(υπουργός) επί της Δικαιοσύνης.


Η σύμβαση-ντοκουμέντο υπεγράφη στις 4 Αυγούστου 1900.


Με τη σύμβαση αυτή παγιώθηκε μία κατάσταση, που ισχύει με ελάχιστες τροποποιήσεις ως σήμερα, σύμφωνα με τον καταστατικό νόμο 4149 / 1961 . Ο προκαθήμενος της Κρητικής Εκκλησίας εκλέγεται από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η ενθρόνισή του γίνεται με διάταγμα της Ελληνικής Πολιτείας.


Με τον νόμο αυτόν καταργήθηκε οριστικά και η επισκοπή Χερρονήσου, η οποία επίσης προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Κρήτης.


Το 1962, με την πράξη 812 του Οικουμενικού Πατριαρχείου όλοι οι επίσκοποι Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του μητροπολίτη, ενώ αργότερα, με την πράξη 283 της 28 Φεβρουαρίου 1967, η μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο.


Η σύμβαση αυτή προέβλεπε:


“H A.B. Υψηλότης, ο Πρίγκηψ της Ελλάδος Γεώργιος Ύπατος Αρμοστής εν Κρήτη αφʼ ενός και αφʼ ετέρου η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης, επιθυμούντες να διακανονίσωσι τας μετά την επελθούσαν εν Κρήτη πολιτικήν μεταβολήν, σχέσεις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας προς την Κρητικήν Πολιτείαν, διώρισαν προς τον σκοπόν τούτον πληρεξουσίους των, ο μεν πρώτος τον επί της Δικαιοσύνης Σύμβουλον Κύριον Ελευθέριον Βενιζέλον, ο δε δεύτερος τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Κρήτης Κύριον Ευμένιον, οίτινες συνελθόντες εν Ηρακλείω, σήμερον την 4ην του μηνός Αυγούστου του έτους 1900 συνωμολόγησαν τα επόμενα.


Άρθρον 1ον


Εν περιπτώσει χηρείας της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης ο μεν Ηγεμών καλεί ως Τοποτηρητήν της Μητροπόλεως ένα εκ των εν Κρήτη επισκόπων και προτείνει εκ των αυτών επισκόπων τρεις, η δε Ιερά Σύνοδος δια Κανονικών ψήφων εκλέγει τον ένα εκ των προτεινομένων ως Μητροπολίτην Κρήτης και αναγγέλλει τούτο εις τε τον Ηγεμόνα και την Επισκοπικήν Σύνοδον. Μετά την κανονικήν ταύτην εκλογήν του Μητροπολίτου γίνεται η εγκαθίδρυσις αυτού διʼ Ηγεμονικού Διατάγματος.


Άρθρον 2ον


Εν περιπτώσει χηρείας μιας των Επισκοπών της Νήσου Κρήτης ο Μητροπολίτης μετά της Επισκοπικής Συνόδου, εκλέγει τρεις υποψηφίους κληρικούς κεκτημένους τα ορισθησόμενα προσόντα και υποβάλλει τον κατάλογον αυτών τω Ηγεμόνι, όστις εκλέγει ένα, ον η Επαρχιακή Σύνοδος χειροτονεί ως Επίσκοπον. Μετά την χειροτονίαν ο Μητροπολίτης αναγέλλει ταύτην τω Ηγεμόνι προς έκδοσιν του σχετικού της εγκαθιδρύσεως Διατάγματος και γνωρίζει τούτο τη Εκκλησία.


Άρθρον 3ον


Ο Μητροπολίτης Κρήτης διατηρών την εν τω Συνταγματίω των Μητροπολιτών του Οικουμενικού θρόνου θέσιν αυτού, προσκαλούμενος εν τη σειρά αυτού θα παρακάθηται ως μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.


Άρθρον 4ον


Η Κρητική Πολιτεία γιγνώσκουσα τας ποικίλας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ανάγκας και επιθυμούσα να συντελή εις την εξοικονόμησιν αυτών κατά τι αναλαμβάνει να συνεισφέρη ετησίως χάριν αυτών εις το Πατριαρχικόν Ταμείον το ποσόν Δραχμών Τεσσάρων χιλιάδων.


Άρθρον 5ον


Η εν Κρήτη Εκκλησία φυλάττουσα απαραμείωτα τα Δόγματα και τας τυπικάς Διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ελευθέρα να κανονίση πάντα τα λοιπά κατʼ αυτήν εν κοινή συμπράξει μετά της Κρητικής Πολιτείας.


Άρθρον 6ον


Η παρούσα Σύμβασις θέλει υποβληθή εις την επικύρωσιν της Α.Β. ΥΨΗΛΟΤΗΤΟΣ και της Α.Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ και αι επικυρώσεις θέλουσιν ανταλλαχθή εντός δύο μηνών το βραδύτερον”.




Οι αλλαγές




Στις 25 Αυγούστου 1900 ο Μητροπολίτης Κρήτης έστειλε τη σύμβαση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Εʼ απάντησε για την επικύρωση της σύμβασης με το εξής γράμμα:


“... Ούτω τοίνυν επί μεν του σχεδίου της υπογραφησομένης επισήμου συμβάσεως-ενεκρίθησαν Συνοδικώς αι επόμεναι προσθήκαι και τροποποιήσεις. α. Μετά το τρίτον άρθρον αυτής εψηφίσθη ως τέταρτον τόδε. Ο Μητροπολίτης Κρήτης και πάντες οι Επίσκοποι της Νήσου τελούσι τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω τας νενομισμένας εκκλησιαστικάς αυτών δόσεις. β. Ως πέμπτον άρθρον της αυτής συμβάσεως ενεκρίθη το επόμενον. Αι δε εν τη Νήσω Κρήτη ιεραί Πατριαρχικαί και Σταυροπηγιακαί Μοναί διατηρούσαι την Σταυροπηγιακήν αυτών αξίαν μνημονεύουσιν εν αυταίς του Πατριαρχικού ονόματος. γ. Το τέταρτον άρθρον του σχεδίου της συμβάσεως ενεκρίθη ίνα τροποποιηθή ως εξής. Η Κρητική Πολιτεία αναλαμβάνει ινα απέναντι των νενομισμένων ετησίων δόσεων των εν Κρήτη ιερών Σταυροπηγιακών Μονών καταβάλλη ετησίως εις το Εθνικόν Ταμείον δραχμάς χρυσάς τετρακισχιλίας...”.


Μετά το γράμμα του Πατριάρχη τα δύο μέρη συνήλθαν στις 14 Οκτωβρίου 1900 στα Χανιά και επικύρωσαν την παρακάτω σύμβαση όπου αποδέχονται τις δύο από τις τρεις προτάσεις του Πατριαρχείου”.


ΠΗΓΕΣ:


- Οικουμενικό Πατριαρχείο


- Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης


- Θ. Δετοράκης


- Εκκλησιαστικά Κρήτης, Α. Νανάκη


- Βικι παιδεία
http://www.patris.gr/articles/91418/43238

Δεν υπάρχουν σχόλια: